πολύμαλος

πολύμαλος
πολύμᾱλος
1 rich in fruit v. πολύμηλος.]

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύμαλος — ον, Α πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. τού μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”