- πολύμαλος
- πολύμᾱλος1 rich in fruit v. πολύμηλος.]
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πολύμαλος — ον, Α πλούσιος σε μήλα, σε καρπούς δέντρων («ἐν πολυμάλω Σικελίᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαλος (< μᾶλον, δωρ. τ. τού μῆλον «μήλο, καρπός, φρούτο»)] … Dictionary of Greek